ἀωρίαν

ἀωρίαν
ἀωρίᾱν , ἄωρος 1
untimely
fem acc sg (attic doric aeolic)
ἀωρίᾱν , ἀώριος
fem acc sg (attic doric aeolic)
ἀωρίᾱν , ἀωρία
wrong time
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αωρία — ἀωρία, η (Α) [άωρος (Ι)] 1. άκαιρη, ακατάλληλη ώρα 2. κακή κατάσταση 3. μεσάνυχτα 4. σκοτεινιά, δυστυχία 5. φρ. α) «ἀωρίαν ἥκειν» φθάνω πολύ αργά β) «ποῡ βαδίζεις ἀωρίᾳ» που πας τόσο αργά; …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”